Μα πώς μπορείς να μην βοηθάς στα θαύματα;

Τι θυμάσαι στο τέλος της μέρας;
Μα πώς μπορείς να μην βοηθάς στα θαύματα;

Της Ευτυχίας Γιαπουτζή

Θαύμα είναι αυτό που μοιάζει αδύνατο να συμβεί κι όμως συμβαίνει. Μπορεί να είναι μεγάλα. Μπορεί μικρά. Αν όμως μπορείς να βοηθήσεις για θαύματα γιατί να μη το κάνεις; Ειδικά τα «Σάββατα»!

Είναι Σάββατο. Μόλις σχόλασες. Ίσα που προλαβαίνεις το σουπερμάρκετ. Βαθιά ανάσα. Περπατάς. Προσπερνάς το σπίτι σου. Σκέφτεσαι τι καλά που θα ήταν να ανέβαινες πάνω. Να έβγαζες τα παπούτσια που τόσες ώρες φοράς και να χυνόσουν στον καναπέ. Όχι. Είναι Σάββατο. Πρέπει να προλάβεις. Την Κυριακή δεν θα μπορείς. Προχωράς. Σε νοιάζουν μόνο τα αυτοκίνητα.

Περνάς τους δρόμους, αλλάζεις πεζοδρόμιο. Μηχανικά, αλλά τα αντανακλαστικά σου λειτουργούν παρά την κούραση. Οι παρωπίδες αφήνουν την σχισμή της ασφάλειας ανοιχτή αλλά οι περισπασμοί δεν επιτρέπονται.
Έφτασες. Πάρε ανάσα. Μπαίνεις μέσα και αναστατώνεσαι. Ο εφιάλτης του αγοραφοβικού, σκέφτεσαι. Κόσμος παντού. Καρότσια παντού. Πάνω κάτω στους διαδρόμους, στα ράφια με τα προϊόντα χέρια απλωμένα, σχεδόν μπερδεμένα μεταξύ τους.

Ουρές στα τυριά, ουρές στο κρεοπωλείο, ουρές στα ταμεία. Οι υπάλληλοι εξαντλημένοι ξεφυσούν και μετρούν την ώρα. Μια ώρα ακόμη. Μποτιλιάρισμα σε όλα τα τετραγωνικά, χειρότερο και από μεσημέρι Δευτέρας. Έχεις ήδη πονοκεφαλιάσει. Ελάχιστα λεπτά στο σουπερμάρκετ Σάββατο απόγευμα και έχεις κουραστεί περισσότερο από ότι 8 ώρες στη δουλειά.

Παίρνεις ανάσα. Πέντε πράγματα θέλεις. Ξέρεις που βρίσκονται. Τα παίρνεις, πληρώνεις και φεύγεις. Να και μια φορά που είναι χρήσιμο ότι μόλις μπήκε ο μήνας. Δεν έχεις πληρωθεί ακόμη. Τα χρήματα στο πορτοφόλι είναι μετρημένα. Δεν θα χαζέψεις στα ράφια. Δεν έχεις την δυνατότητα να πάρεις κάτι παραπάνω από αυτά που επείγουν. Σήκωσε τα μανίκια, παρ’ τα και φύγε.

Δυο παιδάκια κόβουν βόλτες πιασμένα χέρι χέρι. Ο μικρός είναι γύρω στα 7 και η μικρή 4. Ο κόσμος τα κοιτάει περίεργα. Εμποδίζουν τα καρότσια να μετακινηθούν με την ταχύτητα που θέλουν. Στάσου. Περίμενε. Δεν το κάνουν τα παιδιά αυτό. Τα υπόλοιπα καρότσια το κάνουν. Επιστρέφει το βλέμμα σου στα μικρά. Έχουν κάτι ενδιαφέρον. Είναι ξέγνοιαστα. Θυμάσαι εσένα μικρό στο σουπερμάρκετ. Ήταν μια περιπέτεια για σένα. Διάδρομοι σαν λαβύρινθοι, προϊόντα μυστήρια και στο τέλος ο θησαυρός.. μια σοκολάτα, ένα γιαουρτάκι με μπιλάκια, ένας χυμός, ένα αυτοκινητάκι.

Τα παιδιά διαλέγουν κεράκια. Φαίνεται πως η μικρή έχει γενέθλια. Έρχεται και η μαμά. Βάζουν τα ροζ κεράκια στο καλάθι. Η μικρή βλέπει κάτι πιατάκια με την Έλσα. Τα θέλει. Τα αγκαλιάζει με μάτια γεμάτα ενθουσιασμό και τα γέρνει προς τα πόδια της μαμάς. Εκείνη κοιτάει την τιμή. Είναι ακριβά. Ξεφυσάει. Βλέπει το πορτοφόλι της. Κουνάει το κεφάλι της. «Γλυκιά μου η μαμά ξέχασε τα χρήματα σπίτι και έχει λίγα πάνω της. Δεν γίνεται να τα πάρουμε». Η μικρή κοιτάει ξανά τα πιατάκια. Κάνει μύτες και βγάζει από το καρότσι τα κεράκια και τα μπαλόνια. Τα αφήνει εκεί που ήταν τα πιάτα. Τεντώνει τα χέρια της και βάζει τα πιατάκια με την Έλσα στο καλάθι.

Μα πώς μπορείς να μην βοηθάς στα θαύματα;

Σηκώνει το κεφάλι και χαμογελάει στην μαμά της. Έχει μείνει άναυδη. Κοιτάει στο καλάθι. Ψάχνει να βρει τι μπορεί να αφήσει πίσω της. Πρέπει να πάρει τα κεράκια. Πρέπει να πάρει τα μπαλόνια. Σκύβει για να εξηγήσει στη μικρή τι χρειάζονται περισσότερο. «Χωρίς τα πιατάκια πως θα φάμε την τούρτα μαμά;». Η μικρή έχει κολλήσει. Το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι. Θέλει τα πιατάκια περισσότερο από τα κεράκια, περισσότερο από τα μπαλόνια. Η μαμά παίρνει τηλέφωνο τον μπαμπά. Ίσως εκείνος πείσει την μικρή. Τζίφος.

Πάνε στο ταμείο. Χωρίς κεράκια. Χωρίς μπαλόνια. Η μικρή φαίνεται πανευτυχής. Ο αδερφός της κοιτάει με απορία. Η μαμά σκυθρωπή. Βλέπεις τα πράγματα σου. Βαφτίζεις περιττό το λιγότερο σημαντικό και τρέχεις στο διάδρομο με τα εορταστικά. Ξανά τρέχεις στο ταμείο. Πληρώνεις. Τρέχεις στην μαμά και στα παιδιά της. «Έμαθα ένα κοριτσάκι έχει γενέθλια. Γι’ αυτό έχω ένα δωράκι». Δίνεις τα κεράκια και τα μπαλόνια. «Η Έλσα μου είπε πως τα θέλεις». Η μικρή τρελαίνεται! Η μαμά πάει να σε αποτρέψει. Την σταματάς ευγενικά. «Ήταν πολύ καλά τα πουρμπουάρ σήμερα», απαντάς χαμογελώντας και φεύγεις λέγοντας χρόνια πολλά.

Περπατάς. Ώρα να επιστρέψεις στο σπίτι. Τα βλέπεις όλα καθαρά. Έφυγαν οι παρωπίδες. Η διαδρομή έχει κάτι ωραίο. Νεράντζια πολλά κρέμονται στα δέντρα. Βλέπεις και ένα σχολείο. Παίζουν μπάσκετ μέσα. Μα Σάββατο βράδυ; Ηλικίες 12, 16, 25… το προαύλιο είναι γεμάτο. Κινητά δεν υπάρχουν. Μόνο παιδιά, έφηβοι και ενήλικες που παίζουν. Έπαιζες και εσύ κάποτε..

Θυμάσαι;

Παρατηρείς. Ωραία παίζουν. Χαμογελάς.

Θυμάσαι τον πελάτη που νευρίασε γιατί χύθηκε ο ελληνικός.

Θυμάσαι τον πελάτη που χαμογέλασε γιατί άμα χυθεί ο ελληνικός θα πάρει λεφτά.

Θυμάσαι την κυρία στα τυριά που γκρίνιαζε για την ουρά.

Θυμάσαι την κυρία που έπαιζε πέτρα, ψαλίδι, χαρτί με τον γιό της όσο περίμεναν στην ουρά.

Θυμάσαι τον κύριο που κόρναρε στο φανάρι γιατί είχε ανάψει πράσινο.

Θυμάσαι τον κύριο που δεν ξεκίνησε γιατί περνούσε μια γάτα.

Θυμάσαι το κοριτσάκι που προτίμησε τα πιατάκια και χαμογελούσε.

Θυμάσαι το ίδιο κοριτσάκι που χοροπηδούσε γιατί της χάρισαν τα κεράκια και τα μπαλόνια.

Θυμάσαι την μαμά που στεναχωρήθηκε γιατί δεν μπορούσε να τα αγοράσει όλα.

Θυμάσαι την ίδια μαμά να σε κοιτάει με ευγνωμοσύνη, γιατί βοήθησες να ομορφύνουν τα γενέθλια της κόρης της.

Θυμάσαι την κούραση που είχες όταν έφτασες στο σουπερμάρκετ.

Μα τώρα που έφτασες σπίτι… τι θυμάσαι;