Μπάλα και ασωτίες: Ο «αλήτης» που θα άφηνε εποχή αν δεν έπαιζε για την πλάκα του

Ο άνθρωπος που αγάπησε ιδιαίτερα... τον ύπνο.
Μπάλα και ασωτίες: Ο «αλήτης» που θα άφηνε εποχή αν δεν έπαιζε για την πλάκα του

Της Γεωργίας Τζαγκαράκη

Το όνομα του Χόρχε «Μάχικο» Γκονζάλες λογικά δεν είναι οικείο στα αυτιά σου. Δεν σου μίλησε ποτέ ο πατέρας σου για εκείνον, δεν του έγιναν ιδιαίτερα αφιερώματα και φυσικά δεν συγκαταλέγεται στους ποδοσφαιριστές που θα «στοιχειώνουν» για πάντα τη σκέψη σου αναφέροντας πως τέτοιοι βγαίνουν ένας στα εκατό χρόνια.

Για τον Μάχικο Γκονζάλες ο Μαραντόνα είχε δηλώσει: «Είχε στα πόδια την δεξιότητα που ο Θεός μας έδωσε στα χέρια. Όταν βλέπαμε τις ντρίπλες του λέγαμε ότι είναι μοναδικός. Θέλαμε να τον μιμηθούμε λέγαμε Ρε συ είδες το γκολ του Μάχικο;».

Τι θα μπορούσε λοιπόν να πάει στραβά για έναν ποδοσφαιριστή όταν ο καλύτερος όλων τον παραδεχόταν και τον ζήλευε για το ταλέντο του;

Μπάλα και ασωτίες: Ο «αλήτης» που θα άφηνε εποχή αν δεν έπαιζε για την πλάκα του

Εδώ θα μπορούσαμε να παραθέσουμε ένα υπαρξιακό ερώτημα που ίσως έχει ταλαιπωρήσει θεωρητικά τους περισσότερους από εμάς: «ταλέντο ή εργατικότητα;». Προφανώς ο συνδυασμός είναι το ιδανικό σενάριο ωστόσο όταν εκλείπει το ένα από τα δυο, συμβαίνουν ιστορίες σαν αυτή που θα διαβάσετε παρακάτω. Ιστορίες σαν αυτή του Μάσιμο.

Στο Μουντιάλ του 1982 ο Γκονζάλες αγωνίστηκε με τη πατρίδα του Ελ Σαλβαδόρ. Η ομάδα ηττήθηκε ατιμωτικά από την Ουγγαρία με σκορ 10-1. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως το μόνο κέρδος της συμμετοχής του Ελ Σαλβαδόρ στο Μουντιάλ ήταν για να γνωρίσει ο υπόλοιπος κόσμος το ταλέντο του Γκονζάλες.

Ο Μάχικο γίνεται μεταγραφικός στόχος για πολλές ισπανικές ομάδες αλλά και την Παρί Σεν Ζερμέν. Εκείνη την περίοδο ο Μαραντόνα πηγαίνει στη Μπαρτσελόνα.

Οι ισπανικές ομάδες εγκαταλείπουν τις συζητήσεις καθώς γνωρίζουν για την έξαλλη ζωή του και έτσι αποσύρουν τς προσφορές με εκείνον να καταλήγει τελικά στην δεύτερης κατηγορίας ισπανική Κάθιδ. Βάζει 15 γκολ, ανεβάζει την ομάδα κατηγορία και καταφέρνει να μιλάνε όλοι στην Ισπανία για εκείνον και την ντρίπλα «culebrita macheteada» που μεταφράζεται ως «η ουρά της αγελάδας». Εκεί βιώνει τις καλύτερες ποδοσφαιρικές στιγμές του και αποκτά το προσωνύμιο «Μαγικός».

Δεν κρύβει ποτέ την αγάπη του για τη νύχτα, τα ξενύχτια και τις ασωτίες καθώς με περίσσια τιμιότητα δήλωνε πως παίζει μπάλα μόνο για διασκέδαση. Η κατάσταση του ξεφεύγει ιδιαίτερα στη πρώτη κατηγορία μιας και οι ιστορίες που διασώζονται μόνο σπαρταριστές μπορούν να θεωρηθούν.

Κάποτε αποκοιμήθηκε στον ώμο ενός συμπαίκτη του όσο περίμεναν να εκτελεστεί ένα κόρνερ, ότι μια μέρα πρόλαβε να αγωνιστεί μόνο στο δεύτερο ημίχρονο εναντίον της Μπαρτσελόνα επειδή τον είχε πάρει ο ύπνος. Σκόραρε ωστόσο και χάρισε στην ομάδα του την ισοπαλία και ίσως για αυτό η Καθίδ αποφάσισε να πληρώνει υπάλληλο για να τον ξυπνάει.

Την επόμενη χρονιά η ομάδα ξαναπέφτει αλλά όχι η επίδοση του Μάχικο που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ χωρίς καν να κάνει τη παραμικρή προσπάθεια να «σοβαρευτεί». Κάπου εκεί αναλαμβάνει ο Μαραντόνα και πείθει τον Μενότι να τον πάρει στη Μπαρτσελόνα. Του ανακοινώνεται πως θα ταξιδέψει με τη Μπαρτσελόνα σε μια περιοδεία στη Νέα Υόρκη, ενθουσιάζεται τόσο και χάνει το αεροπλάνο. Ναι, τον πήρε ο ύπνος.

Μπάλα και ασωτίες: Ο «αλήτης» που θα άφηνε εποχή αν δεν έπαιζε για την πλάκα του

Τελικά βρίσκει τους υπόλοιπους στη Νέα Υόρκη και ο μεγάλος πόθος του Μαραντόνα γίνεται πραγματικότητα καθώς παίζουν μαζί εναντίον της Φλουμινένσε. Συνεργάζονται άψογα , το θέμα είναι συναρπαστικό και τελικά ο Μάχικο σκοράρει. Το πρώτο και τελευταίο γκολ του με την Μπαρτσελόνα.

Το ίδιο βράδυ το ξενοδοχείο θα πιάσει φωτιά και ο συναγερμός θα «πετάξει» όλους τους παίκτες από τα κρεβάτια τους, φυσικά και όχι όλους καθώς εκείνος θα συνεχίσει να κοιμάται αγκαλιά με μια ιερόδουλη. Συνέχισε για έξι μήνες στη Βαγιαδολίδ όπου παθαίνει κατάθλιψη καθώς του απαγορεύουν κάθε βραδινή έξοδο και επιστρέφει στην Καθίδ όπου συνεχίζει την άσωτη ζωή και μοιάζει να είναι ευτυχισμένος αν και καθόλου παραγωγικός πλέον.

Κρέμασε τα παπούτσια του στα 42 του χρόνια από την Σάντα Άνα, ομάδα που ξεκίνησε τη καριέρα του στο Ελ Σαλβαδόρ και προσπάθησε να γίνει προπονητής αλλά και πάλι αντιμετώπισε… σοβαρό πρόβλημα με το ξυπνητήρι.

Το όνομά του δόθηκε στο εθνικό στάδιο του Ελ Σαλβαδόρ μιας και ήταν ο μεγαλύτερος παίκτης που έβγαλε η μικρή αυτή χώρα. Εκείνος συνεχίζει να ξενυχτάει, να αγαπάει τον ύπνο και να παίζει που και που μπάλα με τον τρόπο που ήθελε να παίζει πάντα, για πλάκα.