Της Γεωργίας Τζαγκαράκη
Όλα θα έχουν αλλάξει η μήπως όχι; Οι γυναίκες θα σιδερώνουν ακόμα; Οι πόρτες θα ανοίγουν με αποτύπωμα; Ο Αυτιάς θα ενημερώνει ακόμα για το ασφαλιστικό;
Όσοι γεννηθήκαμε ανάμεσα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, μεγαλώσαμε με την ψευδαίσθηση πως στα τριάντα μας ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός. Σκεφτόμασταν πως ρομπότ θα έχουν μπει στα σπίτια μας και θα κάνουν για εμάς τις δουλειές που πάντα βαριόμασταν στρώνοντας μας το κρεββάτι και δένοντας μας τα κορδόνια.
Σενάριο ιδανικό για εμάς που μας το έχωσαν στο μυαλό οι αμερικάνικες ταινίες του μέλλοντος, γοητεύοντας μας και κάνοντας μας να ανυπομονούμε να μεγαλώσουμε για να γλιτώσουμε τις αγγαρείες. Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα σε σχέση με τον τρόπο που καθαρίζουμε, μαγειρεύουμε και ταξιδεύουμε.
Τα αυτοκίνητά μας δεν πετάνε, τα ρούχα δυστυχώς δεν σιδερώνονται μόνα τους και αν δεν σκύψεις να δέσεις τα κορδόνια σου μια τούμπα θα σε περιμένει στην επόμενη γωνία.
Όλες οι αλλαγές που έφερε η τεχνολογική πρόοδος έχουν να κάνουν με την επικοινωνία μας, τον τρόπο που διασκεδάζουμε και την ευκολία στις τραπεζικές μας συναλλαγές. Αν το καλοσκεφτείς, δηλαδή, η τεχνολογική εξέλιξη έχει όνομα και συνοψίζεται σε μια και μόνο λέξη: Ίντερνετ.
Μια έρευνα του φυσικού και φουτουριστή Μίκχιο Κακού που βάλθηκε να δει τι θα συμβαίνει στον πλανήτη μας σε 500 χρόνια από τώρα από άποψη ενέργειας (λέει πως οι άνθρωποι θα έχουν στα χέρια τους το άθροισμα ενέργειας του πλανήτη) βάζοντας μας σε σκέψεις για το τι θα συμβαίνει σε πέντε αιώνες στην Ελλάδα.
Από θέμα παραγωγής ενέργειας δεν μπορούμε να απαντήσουμε, φυσικά, καθώς η μόνη μας επαφή με αυτά τα πράγματα είναι το μισό λεπτό που στεκόμαστε μπροστά από τον μπλε κάδο ανακύκλωσης κοιτάζοντας αμήχανα αν μπορούμε να πετάξουμε μέσα το πλαστικό του καφέ μας.
Από την άλλη, και τα 500 χρόνια είναι πολλά και οι εκτιμήσεις δεν θα είναι ασφαλείς. Όμως ποιος θα είναι τότε εδώ να το διαπιστώσει;
Έστω λοιπόν μια ζεστή μέρα μέσα στον Ιούλη της Αθήνας του 2519.
Το air-condition θα κλείνει μόνο του στις 7 το πρωί και ο μπαμπάς της οικογένειας θα βρίζει μιας και αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να ξυπνήσει να πάει για δουλειά. Θα ανοίγει την τεράστια τηλεόραση του σπιτιού του που θα πιάνει ολόκληρο τον τοίχο καθώς και ενώ όλα τείνουν να μικραίνουν αυτές θα μεγαλώνουν έως τότε επικίνδυνα.
Πίνοντας τον ελληνικό καφέ του (σε αυτά δεν χωράνε οπαδικά) θα λέει ψιθυριστά το πρόγραμμα που θέλει να παρακολουθήσει και ξάφνου θα εμφανίζεται ο Γιώργος Αυτιάς -όχι ο παρόμοιος του, ο Γιώργος είναι ιδέα και δεν θα πεθάνει ποτέ- ο οποίος θα τον ενημερώνει για το ασφαλιστικό.
Νευριασμένος πριν καν πάει για δουλειά θα φεύγει από το σπίτι με τα σκαλιά μιας και το ασανσέρ της τότε εποχής θα είναι χαλασμένο και θα μουρμουρίζει βάζοντας το αποτύπωμα του στη πόρτα πως πριν 500 χρόνια οι πρόγονοι του κοιμόντουσαν με τις πόρτες ανοιχτές.
Η γυναίκα της οικογένειας θα ξεκινήσει τη μέρα της εκείνη την ώρα κάνοντας ακριβώς τις ίδιες δουλειές που κάνει και σήμερα μιας και ως τότε κανείς δεν θα έχει δεήσει να βρει μια συσκευή που θα αντικαταστήσει το σίδερο. Αφού τελειώσει με τις δουλειές του σπιτιού θα συνεχίσει με την κανονική δουλειά από την οποία θα πληρώνεται από το λάπτοπ γεγονός που θα της χτυπήσει ο σύζυγος το βράδυ πετάγοντας της ατάκες τύπου «καλά τι έκανες τόσες ώρες;».
Από την άλλη, το παιδί της οικογένειας θα πηγαίνει κατακαλόκαιρο στο φροντιστήριο για να προετοιμαστεί για τις πανελλήνιες. Το παιδί θα είναι οχτώ χρονών, βέβαια, όμως τι σημαίνει αυτό; Δεν θα υπάρχει χρόνος για παιχνίδι. Το μάθημα της ιστορίας θα το ζορίζει ιδιαίτερα καθώς θα έχει να μάθει αυτολεξεί 3 μνημόνια.
Η οικογένεια δεν θα βρίσκεται συχνά μαζί όμως τι σημασία έχει; Ο Αύγουστος είναι κοντά θα πάνε δυο βδομάδες στο χωριό…